πηνίο

πηνίο
Περιέλιξη νήματος ή σύρματος γύρω από μια κατάλληλη βάση συνήθως κυλινδρική. Το π. της υφαντουργίας συνίσταται από ένα συλλέκτη νήματος για ύφανση ή για ράψιμο. Στην ηλεκτροτεχνική το π. είναι ένα στοιχείο που αποτελείται από μια σπείρα αγώγιμου σύρματος, μονωμένου ηλεκτρικά, περιελιγμένου γύρω από μια βάση συνήθως κυλινδρική, η οποία λέγεται πυρήνας ή φυσίγγιο. Αν διοχετεύσουμε μέσω της σπείρας του σύρματος ηλεκτρικό ρεύμα παράγεται ένα μαγνητικό πεδίο· αντίθετα, όταν ένα π. διαρρέεται από ένα μαγνητικό πεδίο, επάγεται στις σπείρες του μια ηλεκτρεγερτική δύναμη και συνεπώς από το σύρμα διέρχεται ένα ρεύμα (επαγόμενο ρεύμα). Εξαιτίας του φαινομένου αυτού, τα ηλεκτρικά π. είναι βασικά στοιχεία πολλών ηλεκτρικών συσκευών, που βασίζονται επί των ηλεκτρομαγνητών (τηλεδιακόπτες, ρελέ, ηλεκτρικά κουδούνια, μεγάφωνα, μικρόφωνα κλπ.). Πολλά ηλεκτρικά π., συνδεμένα κατά διάφορους τρόπους μεταξύ τους και με εξωτερικά κυκλώματα, αποτελούν τις περιελίξεις των ηλεκτρικών μηχανών, οι οποίες λειτουργούν με βάση την αρχή της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής. Οι περιελίξεις είναι αρκετά διαφορετικές στις στατικές μηχανές (μετασχηματιστές) και στις στρεφόμενες (δυναμό-γεννήτρια, εναλλάκτης, κινητήρες). Στις στρεφόμενες μηχανές τα π. των περιελίξεων είναι συνήθως προκατασκευασμένα με σύρμα ή ράβδους, συνδεμένα σε στρώματα, περιτυλιγμένα με ταινίες από βαμβάκι, βερνικωμένα με μονωτικά βερνίκια και στεγνωμένα σε κλίβανο. Τα στρώματα τα οποία ετοιμάζονται έτσι τοποθετούνται στα πολικά τεμάχια και στα κοιλώματα των στατών και των στροφέων των μηχανών αυτών, στερεωμένα κατάλληλα και συνδεμένα μεταξύ τους κατά διάφορους τρόπους. Στους μετασχηματιστές χρησιμοποιούνται συνήθως συγκεντρικές περιελίξεις: σε κάθε στήλη του πυρήνα οι δύο περιελίξεις (της υψηλής και της χαμηλής τάσης) είναι συγκεντρικές η μια με την άλλη και χωρίζονται μεταξύ τους μ’ ένα σωλήνα από μονωτικό υλικό. Στους μετασχηματιστές υιοθετούνται ωστόσο και περιελίξεις δι’ εναλλασσομένων π. ή δια δίσκων· με το σύστημα αυτό και οι δύο περιελίξεις (υψηλής και χαμηλής τάσης) γίνονται με πολλά π., που έχουν αξονικό μήκος αρκετά μικρό (δίσκοι) και εναλλάσσονται το ένα επί του άλλου το π. υψηλής και το π. χαμηλής τάσης η μόνωση μεταξύ υπερκειμένων π. λαβαίνεται με την παρένθεση μονωτικών δακτυλίων. Ο χρησιμοποιούμενος αγωγός είναι στρογγυλό χάλκινο σύρμα με διατομή έως δέκα τετραγωνικά χλστ. · για μεγαλύτερες διατομές χρησιμοποιείται η μικρή ράβδος (αγωγός με ορθογωνική διατομή). Τα στρογγυλά σύρματα είναι μονωμένα με σμάλτο ή με ταινίες από βαμβάκι· οι ράβδοι με ταινίες από βαμβάκι ή χαρτί. Η μόνωση μεταξύ στρωμάτων λαμβάνεται μ’ ένα διάφραγμα από χαρτί ή από ύφασμα. Οι περιελίξεις σφίγγονται μεταξύ τους και ως προς τον πυρήνα για να αποφευχθεί κάθε αμοιβαία μετάθεση και για να αντισταθούν στις ηλεκτροδυναμικές πιέσεις που ασκούνται μεταξύ των πηνίων.
* * *
το / πηνίον και δωρ. τ. πανίον, ΝΑ [πήνη]
νεοελλ.
1. μικρός κύλινδρος ή κώνος χάρτινος ή μετάλλινος ή ξύλινος γύρω από τον οποίο τυλίγεται νήμα για ραφή ή για ύφανση ή για κέντημα, αλλ. μασούρι, κουβαρίστρα, καρούλι
2. (ηλεκτρολ.) διάταξη που αποτελείται από συρμάτινο ή λεπτό σωληνωτό αγωγό, μονωμένο ή όχι εξωτερικά, περιτυλιγμένον ελικοειδώς σε σπείρες, σε μια ή πολλές στρώσεις και η οποία χρησιμοποιείται για την αξιοποίηση τού φαινομένου τής αυτεπαγωγής στα ηλεκτρικά κυκλώματα, όπως, λ.χ., για την δημιουργία συνθηκών συντονισμού σε ένα κύκλωμα, την παραγωγή ισχυρών μαγνητικών πεδίων κ.ά. χρήσεις (α. «αποπνικτικό πηνίο» β. «πηνίο σύζευξης» γ. «επαγωγικό πηνίο»)
αρχ.
1. αδράχτι, άτρακτος, που γύρω του τυλίγεται το νήμα για την ύφανση
2. ηλακάτη, ρόκα γνεσίματος
3. είδος κουνουπιού
4. είδος στολιδιού που τοποθετούσαν πάνω σε πίτα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πηνίο — το 1. το τυλιγμένο μασούρι, καρούλι, κουβαρίστρα. 2. στην ηλεκτρολογία, περιτύλιξη με αγωγό κατά μια ορισμένη διάταξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επαγωγικό πηνίο — Ειδική διάταξη για την παραγωγή πολύ υψηλών τάσεων βραχείας διαρκείας, με την εκμετάλλευση του φαινομένου της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής. Χρησιμοποιείται, παραδείγματος χάριν, για να τροφοδοτεί τους σωλήνες παραγωγής ακτίνων Χ. Σχηματικά,… …   Dictionary of Greek

  • δίμιτη περιέλιξη — Πηνίο που δημιουργείται αν περιτυλίξουμε έναν συρμάτινο αγωγό με τέτοιο τρόπο ώστε σε κάθε σημείο του πηνίου να υπάρχουν δύο αγωγοί, πολύ κοντά ο ένας στον άλλο, τους οποίους διαρρέουν δύο αντίθετα ρεύματα. Η δ.π. δεν παρουσιάζει αυτεπαγωγή,… …   Dictionary of Greek

  • αμπερόμετρο — Όργανο απευθείας ανάγνωσης, για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, βαθμονομημένο σε αμπέρ και υποπολλαπλάσια του αμπέρ. Για μετρήσεις μεγάλης ευαισθησίας χρησιμοποιούνται τα γαλβανόμετρα. Για να κατατάξουμε τα α. μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • μεγάφωνο — Ηλεκτροακουστική συσκευή που μετατρέπει ένα ηλεκτρικό σήμα σε ένα αντίστοιχο ηχητικό, εκπέμποντάς το σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας, τα μ. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, ηλεκτρομαγνητικά και ηλεκτροστατικά. Τα… …   Dictionary of Greek

  • βατόμετρο — Όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ηλεκτρικής ισχύος που απορροφά ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας τους, τα β. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, επαγωγικά, θερμικά κλπ. Το ηλεκτροδυναμικό β. αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • Λεντς, Χάινριχ Φρίντριχ Εμίλ — (Heinrich Friedrich Emil Lenz, Τάρτου, Εσθονία 1804 – Ρώμη 1865). Ρώσος φυσικός, ηλεκτρολόγος μηχανολόγος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Κατά τα έτη 1823 26 συμμετείχε σε μια επιστημονική αποστολή που είχε στόχο να πραγματοποιήσει τον γύρο του …   Dictionary of Greek

  • στραγγαλιστικός — ή, ό, Ν [στραγγαλίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στραγγαλισμό, στον στραγγαλιστή, ή στον στραγγαλιστήρα 2. φρ. «στραγγαλιστικό πηνίο» (ηλεκτρ.) πηνίο με πολλές σπείρες και σιδερένιο πυρήνα το οποίο συνδέεται κατά σειρά σε ένα κύκλωμα… …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • βαριόμετρο — Όργανο που έχει μεταβλητό συντελεστή αυτεπαγωγής. Αποτελείται από δύο πηνία συνδεδεμένα σε σειρά και τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο ώστε το κινητό (εσωτερικό πηνίο) να μπορεί να περιστρέφεται γύρω από άξονα μέσα στο ακίνητο. Τα δύο αυτά πηνία έχουν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”